- ξυστρίζω
- ξύστρισα, ξυστρισμένος, ξύνω το ζώο, του κάνω ξύστρισμα, το χτενίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυστρίζω — ξυστρίζω, ξύστρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξυστρίζω — [ξυστρι] ξύνω το τρίχωμα τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων, με ξυστρί, καθαρίζω με το ξυστρί … Dictionary of Greek
ξύστρισμα — το [ξυστρίζω] καθαρισμός τού τριχώματος τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων, με ξυστρί … Dictionary of Greek
τιμαρεύω — Ν [τιμάρι] 1. περιποιούμαι άλογο, τό ξυστρίζω 2. φυλάγω, αποθηκεύω κάτι … Dictionary of Greek
ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ … Dictionary of Greek
ψήχω — ΝΑ καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω αρχ. 1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.) 2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.) 3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
ψηκτρίζω — ΝΜΑ [ψήκτρα] (σχετικά με άλογο) ξυστρίζω νεοελλ. καθαρίζω ή γυαλίζω με βούρτσα, βουρτσίζω μσν. βουρτσίζω προς τα κάτω … Dictionary of Greek
ξύστρισμα — το, ατος η ενέργεια του ξυστρίζω, περιποίηση ζώου με την ξύστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)